Κάτοικοι
Η οικιστική ανάπτυξη του Βοσπόρου κατ' επέκταση και του Μεγάλου Ρεύματος ακολούθησε τη ραγδαία διόγκωση της Πόλης μετά την Άλωση. Οι ευνοϊκές συνθήκες επιβίωσης στο Μέγα Ρεύμα προσέλκυσαν πολλούς Έλληνες από τα νησιά της Πάρου, Νάξου, Μήλου, Άνδρου, Τήνου και Σκιάθου και ιδιαιτέρως της Χίου, αλλά και άλλους, από πιο κοντά όπως το Μαρμαρά, Τρίγλια, Συλυβριά και Μουδανιά καθώς και πολλούς αμπελουργούς και κηπουρούς από την Ήπειρο. Οι Ρωμιοί ήταν το κυρίαρχο στοιχείο διαχρονικά στο Μέγα Ρεύμα μαζί με το Φανάρι και τα Ταταύλα. Οι Αλβανοί αφομοιώθηκαν νωρίς, οι δε μουσουλμάνοι ήταν ελάχιστοι έως τη δεκαετία του 1960. Αρμένιοι κάτοικοι εντοπίζονται στο χωριό τον δέκατο όγδοο αιώνα. Εβραίοι πρέπει να υπήρχαν από τους Βυζαντινούς χρόνους, αλλά κυρίως εντοπίζονται στα μέσα του δεκάτου εβδόμου αιώνα, όπου και όπως ήταν φυσικό είχαν και συναγωγή στα ερείπια της οποίας υπάρχει η σημερινή συναγωγή.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρατίθενται στο Σαλναμέ (επετηρίδα) του 1912, στο χωριό κατοικούσαν 5.973 Ρωμιοί, 493 μουσουλμάνοι, 342 Αρμένιοι, 32 Εβραίοι και 642 κάτοικοι με ξένη υπηκοότητα περισσότεροι από τους οποίους πρέπει να ήταν Έλληνες. Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η απογραφή επαγγελματιών που έγινε το 1930-31 κατά την οποία καταγράφηκαν 605 μόνιμοι κάτοικοι άρρενες επαγγελματίες, εκ των οποίων Ρωμιοί-ορθόδοξοι 445 (73,55%), Αρμένιοι 76 (12,56%), Τούρκοι Μουσουλμάνοι 63 (10,42%) και Εβραίοι Μουσεβί 21 (3,47%). Ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος βεβαιώνει ότι το 1920 ο αριθμός των Ρωμιών κατοίκων ήταν περίπου 6,000 το 1949 έφθασαν τους 3.000 και το 1955 τους 1.500 περίπου. Σήμερα ο αριθμός αυτός μετά βίας φθάνει τους 40.
Γνωστές οικογένειες
Γνωστές οικογένειες που έζησαν στο Μέγα Ρεύμα είναι οι οικογένειες των Καλλιμάχων, των Σκαναβήδων, των Κατακουζηνών, των Ζαρίφιδων, των Κρέστοβιτς του Μιχαήλ Σταύρου καθώς και οι παρακάτω:
Σούτσων
Ήταν μία από τις μεγάλες και σημαντικές Ρωμαίικες οικογένειες του Μεγάλου Ρεύματος.
Μιχαήλ Σούτσος
Γεννήθηκε στην Πόλη το 1730 και απεβίωσε το 1802. Μετά τη θητεία του στην Υψηλή Πύλη, ως αρχιδιερμηνέας, διετέλεσε Ηγεμόνας της Βλαχίας, το διάστημα 1783-1786 και της Μολδαβίας τα έτη 1793-1795.
Νικόλαος Σούτσος
Αδελφός του Μιχαήλ Σούτσου. Εργάσθηκε ως διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Όταν το 1769, εποχή του Σουλτάνου Μουσταφά Γ΄, η Ρωσία επιτέθηκε στη Μολδοβλαχία, ο Νικόλαος Σούτσος κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας και απαγχονίσθηκε.
Αλέξανδρος Σούτσος
Γιός του Μιχαήλ Σούτσου, διετέλεσε διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Απαγχονίσθηκε με την κατηγορία κατασκοπείας υπέρ των Ρώσων στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1807.
|
|
Μιχαλής Σούτσος |
Αλέξανδρος Σούτσος |
Μαυροκορδάτων
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είναι γιός του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, γόνου μεγάλης Βυζαντινής οικογένειας και της Σμαράγδας Καρατζά. Γεννήθηκε το 1791 στην Πόλη. Μετά από τις σπουδές του στην Πίζα της Ιταλίας πήγε, το 1812, δίπλα στο θείο του, που ήταν Ηγεμόνας της Βλαχίας. Αργότερα, ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, δραστηριοποιήθηκε σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Τήρησε φιλοαγγλική πολιτική και ζήτησε υποστήριξη από την Αγγλία, για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό. Μετά την ίδρυση του Βασιλείου τη Ελλάδας πήρε ενεργό θέση στη διοίκηση της χώρας, διετέλεσε βουλευτής και υπουργός. Το έτος 1841 υπήρξε, για μικρό χρονικό διάστημα, πρέσβης της Ελλάδος στην Πόλη. Απεβίωσε το 1865 στο νησί της Αίγινας.
Μουρούζηδων
Οι ρίζες της μεγάλης και σημαντικής αυτής Ρωμαίικης οικογένειας εκτείνονται μέχρι το Βυζάντιο.
Κωνσταντίνος Μουρούζης
Γεννήθηκε στην Πόλη το έτος 1789. Ήταν διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Κατηγορήθηκε για ανάμιξη στην Ελληνική επανάσταση και απαγχονίσθηκε στις 4 Ιουλίου 1821.
Νικόλαος Μουρούζης
Αδελφός του Κωνσταντίνου Μουρούζη. Γεννήθηκε το έτος 1791 στην Πόλη. Ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, κατηγορήθηκε για ανάμιξη στην Ελληνική Επανάσταση και εκτελέσθηκε στις 6 Μαίου του 1821. Είναι ο τελευταίος Ρωμιός διερμηνέας του Οθωμανικού στόλου.
Υψηλάντηδων
Ο πατέρας Υψηλάντης, που καταγόταν από μεγάλη Βυζαντινή οικογένεια, γεννήθηκε το 1726 στην Πόλη. Το έτος 1774 διορίστηκε διερμηνέας της «Υψηλής Πύλης» και αργότερα Ηγεμόνας της Βλαχίας. Στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1785 κατηγορήθηκε ως ρωσόφιλος, οπότε προσέφυγε στην Αυστρία. Αργότερα αμνηστεύθηκε από το Σουλτάνο Σελήμ Γ΄και επανήλθε στην ηγεμονία της Βλαχίας, απ'όπου παραιτήθηκε το 1798 και επέστρεψε στην Πόλη. Ο μεγάλος του γιός Κωνσταντίνος (1760-1816) το έτος 1799 διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη Ηγεμόνας της Μολδαβίας και το 1802 μετατέθηκε στην ηγεμονία της Βλαχίας. Όταν ξέσπασαν οι ρωσο-τουρκικές συγκρούσειςτου 1806, οι Οθωμανοί ζήτησαν τον αποκεφασλισμό του. Τότε ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης ζήτησε άσυλο από τη Ρωσσία. Αντ'αυτού συνελήφθηκε στην Πόλη και απαγχονίσθηκε ο ηλικιωμένος πατέρας του. Ο μικρός γιος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που και αυτός έφερε το όνομα Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828), κράτησε εχθρική στάση προς τους Οθωμανούς και πολέμησε στην πρώτη γραμμή, κατά το διάστημα της Ελληνικής επανάστασης.
Η οικογένεια Υψηλάντη έφερε για πρώτη φορά και καλλιέργησε τις φράουλες στο Μέγα Ρεύμα.
|
|
Αλέξανδρος Υψηλάντης |
Κωνσταντίνος Υψηλάντης |
Μαυρογένηδων
Είναι γιός του Σπυρίδωνα Μαυρογένη, αρχίατρου της Ιατρικής Σχολής Ισταμπούλ και αργότερα προσωπικού γιατρού του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄. Γεννήθηκε στο Μέγα Ρεύμα, στο σπίτι του εκ μητρός του Μαρίας πάππου Σωτήρη Καλλιάδη, το έτος 1845. Σπούδασε Πολιτικές επιστήμες και Νομικά στο Παρίσι και εργάσθηκε στην Οθωμανική πρεσβεία στο Βερολίνο. Επέστρεψε στην Πόλη όταν ενθρονίσθηκε ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ και εργάσθηκε στο ιδιαίτερο γραφείο του σουλτάνου, υπό τη διεύθυνση του Σαίτ Πασά. Μετά το Βελιγράδι και τη Μαδρίτη, διετέλεσε πρέσβης του Οθωμανικού κράτους στην Ουάσινγκτον. Στο διάστημα της ηγεμονίας του στην Σάμο, τα έτη 1902-1904, ίδρυσε την περίφημη «Μαυρογένειο» επαγγελματική σχολή. Ανακηρύχθηκε «Μέγας Ευεργέτης του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως», για την υλική και πνευματική συμπαράσταση, που προσέφερε στο σύλλογο. Τα έτη 1911-1912 διετέλεσε πρέσβης του Οθωμανικού κράτους στη Βιέννη. Απεβίωσε το 1929, σε ηλικία 84 ετών.
Μουσούρων
Κωστάκης Μουσούρος
Γόνος της Μεγαρευμιώτικης οικογένειας Μουσούρου ο Κωστάκης Μουσούρος, γεννήθηκε στην Πόλη το έτος 1807. Είναι ο πρώτος Οθωμανός διπλωμάτης, που διορίσθηκε πρέσβης στην Αθήνα, μόλις μετά την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου. Στο διάστημα της θητείας του αυτής, τα έτη 1834-1848, υπερασπίσθηκε πάντα τα Οθωμανικά συμφέροντα, πράγμα που τον οδήγησε σε συγκρούσεις με τις Ελληνικές αρχές και μετά από μία σφοδρή διένεξη με το Γερμανικής καταγωγής βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την χώρα.
Το 1848 διορίσθηκε στη Βιέννη και το 1867 στο Λονδίνο. Το 1867 απεβίωσε στο Λονδίνο η σύζυγός του. Ο ίδιος πέθανε το 1890. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και μετάφρασε με μεγάλη επιτυχία στα Ελληνικά τη «Θεία Κωμωδία» του Ντάντε.
Παύλος Μουσούρος
Ο Παύλος Μουσούρος Πασάς είναι αδελφός του Κωστάκη Μουσούρου Πασά. Το έτος 1866 διορίσθηκε Ηγεμόνας της Σάμου. Η κόρη του Κασσάνδρα παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή, γόνο γνωστής Μεγαρευμιώτικης οικογένειας. Απεβίωσε το 1876 και ενταφιάστηκε στον περίβολο του ναού των Ταξιαρχών.
Καραθεοδωρήδων
Σέφανος Καραθεοδωρή
Γεννήθηκε το έτος 1789 στην Αδριανούπολη και σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας. Όταν επέστρεψε στην Πόλη νυμφεύθηκε την Λουκία, κόρη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Ιατρικής Σχολής της Πόλης, στην οποία δίδαξε από το 1828 μέχρι το θάνατο του το 1867. Μεταξύ του 1827 και 1861 διετέλεσε γιατρός του σουλτανικού παλατιού. Λόγω των στενών σχέσεών του με το παλάτι, συντέλεσε στη λήψη θετικών αποφάσεων σε θέματα, που αφορούσαν την τύχη των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός από τα ιατρικά του συγγράματα, υπάρχουν σημαντικά έργα του στον τομέα της τεχνολογίας, της βιολογίας και της φιλολογίας.
Αλέξανδρος Καραθεοδωρή
Γιός του Στεφάνου Καραθεοδωρή και της Λουκίας Μαυροκορδάτου, γεννήθηκε το έτος 1833 στην Πόλη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Παρισιού και όταν επέστρεψε στην Πόλη νυμφεύθηκε την κόρη του Παύλου Μουσούρου, Κασσάνδρα. Το 1874 διετέλεσε πρέσβης του Οθωμανικού κράτους στη Ρώμη. Στη συνθήκη του Βερολίνου, που υπογράφηκε το 1878, μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-1878, συνυπέγραψε ως μέλος της Οθωμανικής αντιπροσωπείας. Εκπροσώπησε επίσης το Οθωμανικό κράτος στη Σάμο (1885) και στην Κρήτη (1895). Από το 1896 μέχρι το θάνατό του το 1906 έφερε τον τίτλο του διερμηνέα της Αυλής.
Ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρή ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία και την αρχαιολογία. Μετέφρασε στα Ελληνικά, με μεγάλη επιτυχία, ποιήματα από την Περσική και Αραβική γλώσσα, όπως επίσης εξέδωσε μελέτη σχετική με τις αρχαιότητες του όρους Νεμρούτ. Μετά το θάνατό του το 1906, η σύζυγος του Λουκία μαζί με τους γιούς του Στέφανο και Παύλο συνέχισαν να διαμένουν στο Μέγα Ρεύμα και ασχολήθηκαν πάντα με τα προβλήματα των Ρωμιών του Μεγάλου Ρεύματος. Στο διάστημα του Α΄Παγκοσμίου πολέμου, η Κασσάνδρα Καραθεοδωρή, ως πρόεδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητα Μεγάλου Ρεύματος, βοήθησε τις Ρωμαίικες οικογένειες, που υπέφεραν οικονομικά.
Κωνσταντίνος Ψάχος
Ο Κωνσταντίνος Ψάχος (περ. 1866 - 1949) υπήρξε Έλληνας λόγιος, παιδαγωγός, βυζαντινολόγος, μουσικός, συνθέτης, πρωτοψάλτης και μουσικολόγος. Ήταν μια σημαντική προσωπικότητα που έδρασε και επηρέασε την μουσική κουλτούρα της Μικράς Ασίας.
Γεννήθηκε στο Μέγα Ρεύμα κοντά στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια μεταξύ 1866 και 1874. Η χρονολογία της γέννησης του Κωνσταντίνου Ψάχου παραμένει στη πραγματικότητα άγνωστη και είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο ίδιος, σε ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα, αναφέρει την 19η Μαΐου 1876 ως την ημέρα αυτή. Ωστόσο, ισχυρές ενδείξεις οδηγούν τον σημαντικότερο βιογράφο και εκδότη του, Γεώργιο Χατζηθεοδώρου, στην εκτίμηση πως το έτος 1866 είναι το έτος της γέννησής του. Ήταν γιος της Ειρήνης-Εριφύλλης και του Αλεξάνδρου Ψάχου που καταγόταν από την Κεφαλλονιά. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στη Σχολή του Μεγάλου Ρεύματος, όπου όπως ο ίδιος εξομολογείται τον πήγαινε σηκωτό δια της βίας μεταφέροντάς τον στους ώμους του ο μπακάλης της γειτονιάς. Σε πλήρη αντιδιαστολή λίγα χρόνια αργότερα εκβίασε την εισαγωγή του ως υπεράριθμος στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως ζητώντας επιμόνως να δει για το θέμα αυτό τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄. Στην Κεντρική Ιερατική Σχολή ο Ψάχος ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του και παράλληλα διδάχτηκε την Ψαλτική από τον αρμόδιο καθηγητή και οικονόμο της Σχολής, αρχιμανδρίτη Θεόδωρο Μαντζουρανή.
Το Μαΐο του 1887 προσλήφθηκε ως Α' Δομέστικος στο ναο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Γαλατά και στη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι το 1891. Το 1892 έγινε πρωτοψάλτης στον Άγιο Χαράλαμπο του Γραικικού Νοσοκομείου της Σμύρνης. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και το 1895 προσλήφθηκε ως πρωτοψάλτης του Αγιοταφικού Μετοχίου, εκεί όπου του δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσει πλήθος χειρογράφων στη βιβλιοθήκη του Μετοχίου. Δίδαξε επίσης ανώτερα Ελληνικά και Θρησκευτικά σε διάφορες Σχολές (όπως στο Παρθεναγωγείο του Αγιοταφικού Μετοχίου Κωνσταντινουπόλεως, όπου διορίστηκε το 1896). Το 1898 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του "Μουσικού Εκκλησιαστικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως", του οποίου διετέλεσε ειδικός γραμματέας και τον υπηρέτησε δραστήρια μέχρι το 1902, οπότε και παραιτήθηκε οριστικά. Υπηρέτησε επίσης ως πρωτοψάλτης στους Αγίους Θεοδώρους Βλάγκας (1901 ως 1903) και στον Άγιο Νικόλαο Γαλατά (1903 ως 1904).
Η δράση του στην Αθήνα
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος με το Διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γεώργιο Νάζο, αποφάσισαν την ίδρυση Σχολής Βυζαντινής Μουσικής και για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή της απευθύνθηκαν στο Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄ ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους και υπέδειξε τον Κωνσταντίνο Ψάχο ως κατάλληλο πρόσωπο για τη θέση αυτή. Το 1904, με εντολή του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου, ένα πολεμικό πλοίο πλέει προς την Κωνσταντινούπολη και παραλαμβάνει τον Ψάχο μετά τιμών, για να τον μεταφέρη στον Πειραιά. Έτσι, ο Ψάχος ταξίδεψε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1904 και στις 23 του ίδιου μήνα η Σχολή άρχισε τη λειτουργία της. Στην Αθήνα πλέον εντοπίζεται όλη η δράση του και η οικογενειακή του ζωή. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1905 νυμφεύθηκε την Ευανθία Αμερικάνου από τη Σμύρνη. Στις 27 Οκτωβρίου του 1922 όμως η γυναίκα του πέθανε. Μία δεκαετία αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου του 1932, νυμφεύθηκε στους Δελφούς τη δεύτερη σύζυγό του Αμαλία Αρμάο.
Το 1919, ήρθε σε ρήξη με τη Διεύθυνση του Ωδείου Αθηνών από το οποίο αποχώρησε μαζί με τον Μανόλη Καλομοίρη και ίδρυσε στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους το Ωδείο Εθνικής Μουσικής.
Μουσικό έργο
Μελέτησε τη Βυζαντινή και την Αρχαία Ελληνική μουσική και διακρίθηκε για τα έργα του. Εφεύρε επίσης ένα πληκτροφόρο μουσικό όργανο, το Εύειο Παναρμόνιο, ειδικά για την πιστή απόδοση της βυζαντινής μουσικής. Έγραψε επίσης μουσική για αρχαίες τραγωδίες και πρότεινε ένα είδος εναρμόνισης της Βυζαντινής μουσικής με τη χρήση (αντί για μία) δύο ή τριών συνηχητικών γραμμών. Το σπουδαιότερο θεωρητικό του έργο είναι «Το οκτάηχον σύστημα της Βυζαντινής μουσικής, εκκλησιαστικής και δημώδους και το της αρμονικής συνηχήσεως», που γράφτηκε στην Αθήνα το 1941, αλλά εκδόθηκε πολύ αργότερα, μόλις το 1978, με επιμέλεια και εισαγωγή του Γεωργίου Ι. Χατζηθεοδώρου.
Έγραψε θεωρία Ελληνικής μουσικής, μελοποίησε μέλη ιεράς ψαλμωδίας της Εκκλησίας, αλλά και μη εκκλησιαστικής μουσικής, για παράδειγμα, μελοποίησε τον αρχαίο Ύμνο του Απόλλωνος, χορικά αρχαίων τραγωδιών (όπως η Αντιγόνη του Σοφοκλέους), συνέθεσε έργα για ορχήστρα και χορωδία και δημοσίευσε πολλές μελέτες (σε περιοδικά και αυτοτελείς), καθώς και συλλογή δημοτικών τραγουδιών με Βυζαντινή και Ευρωπαϊκή μουσική γραφή. Αξιόλογες συνθέσεις του είναι το «Άξιον εστί» σε ήχο εναρμόνιο και η «Αποστολική περικοπή» σε δ΄ ήχο χρωματικό. Ο Ψάχος ανέδειξε πολλούς μαθητές ιεροψάλτες κατά την σταδιοδρομία του. Τους δίδαξε το Πολιτικό Πατριαρχικό ύφος ψαλτικής, το οποίο ήταν άγνωστο στην Αθήνα των Βαυαρικών τετραφωνιών. Πλείστα έργα του δημοσιεύθηκαν στο τότε μουσικό περιοδικό «Φόρμιγξ» των Αθηνών. Πρώτος ο Ψάχος εξέδωσε την Λειτουργία έντυπη με συνηχητική γραμμή, επίσης εξέδωσε το βιβλίο του «Ασίας Λύρα» στο οποίο αναλύει τα μακάμια. Το έργο αυτό περιέχει και άσματα της εξωτερικής ρυθμικής μουσικής και πολλά άλλα, δημοσιευθέντα στα πρακτικά του άλλοτε Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως και στην τότε εφημερίδα «Εκκλησιαστική Αλήθεια» του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα κείμενά του υπογράφει συνήθως ως Κ.Α. Ψάχος ή με τα αρχικά Κ.Α.Ψ., σπανίως ολογράφως και σε πολλές περιπτώσεις με διάφορα ψευδώνυμα, όπως: Εις Ορθόδοξος, Σιωνίτης Ιερεμίας, Μουσικός Τηλέφιλος, Τέρπανδρος, Κωστάρας, Γέρων ερασιτέχνης, Πάροικος, Παράξενος, Μαθηματικός, Υπόδουλος λυτρωθείς, κ.λπ.
Σημαντικά έργα
- Λειτουργικόν (Αθήνα 1905)
- Ασίας Λύρα (Αθήνα 1908)
- Η Λειτουργία, τόμος Α΄ (Αθήνα 1909)
- Λειτουργικοί Ύμνοι (Αθήνα 1912)
- Το Οκτάηχον σύστημα της Βυζαντινής Μουσικής, εκκλησιαστικής και δημώδους και το της αρμονικής συνηχήσεως (Αθήνα 1941).
Επιμνημόσυνο
Ο Κων/νος Ψάχος υπήρξε κορυφαίος θεωρητικός της Ελληνικής μουσικής, μια προσωπικότητα παγκόσμιας απήχησης, ο οποίος σημειωτέον είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία για αγορές βιβλίων και μουσικών χειρογράφων, και το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε να του καταβάλλει μηνιαίως το υπεσχημένο ευτελές ποσό "δίκην συντάξεως"... Το 1932 ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου τον διόρισε "μουσικό επόπτη" των ναών (με βαθμό γραμματέως Α'). Όμως κατόπιν, ο σοφός και μουσικότατος αυτός Έλληνας αφέθηκε στάσιμος επί σειρά ετών στον ίδιο βαθμό και πέθανε λησμονημένος στην Αθήνα το 1949, χωρίς ποτέ είτε να προαχθεί τιμητικά, είτε να προσληφθεί ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο σε ειδικά θεσπισμένη για αυτόν έδρα εθνομουσικολογίας (παρά τις σχετικές επίμονες προσπάθειες του Μανόλη Καλομοίρη), είτε τέλος να εκλεγεί Ακαδημαϊκός. Προς τιμή του όμως πολύ αργότερα ονομάστηκε η «οδός Ψάχου Κωνσταντίνου» στην Νέα Σμύρνη, νότιο προάστειο της πόλης Αθήνα, στην Ελλάδα.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Μιχάλης Δώριζας
Ο Μιχάλης Δώριζας που καταγόταν από το χωριό Δωριζάτα της Κεφαλονιάς, γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1888 στην Κωνσταντινούπολη.
Σπούδασε στη Ροβέρτειο Σχολή που την εποχή εκείνη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα φυτώρια αθλητών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η αθλητική του σταδιοδρομία ξεκίνησε στον αθλητικό σύλλογο "Άρη" της Κωνσταντινούπολης. Ο "Αρης" ήταν o τοπικός σύλλογος του Μεγάλου Ρεύματος, και είχε ιδρυθεί το 1901.
Από την αρχή ο κλασσικός αθλητισμός μαγνήτισε τον Δώριζα. Οι ρίψεις όμως ήταν ο τομέας που ξεδίπλωσε το αθλητικό του ταλέντο. Το 1902 αγωνίστηκε για πρώτη φορά με τα χρώματα του Άρη. Κατέκτησε την 1η θέση στη Σφαίρα (11.26), όπως και στον Δίσκο (34.32) ενώ ήρθε 2ος στο Άλμα επί κοντώ (2.80). Ταυτόχρονα κατείχε όλα τα ρεκόρ της Ροβερτείου Σχολής στις ρίψεις.
Ο Δώριζας ήλθε στην Αθήνα σε μία εποχή που οι εντυπώσεις των Ολυμπιακών του 1906 ήταν πρόσφατες και το ενδιαφέρον του κοινού προς τον κλασικό αθλητισμό αυξημένο. Έγινε μέλος του γυμναστικού συλλόγου "Εθνικός", με τα χρώματα του οποίου αγωνίσθηκε μέχρι το τέλος της αθλητικής του σταδιοδρομίας.
Σε ηλικία 19 ετών αγωνίσθηκε για πρώτη φορά στους Πανελλήνιους αγώνες (το 1907), όπου νίκησε σε τρία αγωνίσματα. Στην ελλ. δισκοβολία με 33.49, στον ακοντισμό με 53.14 και στην ελευθέρα δισκοβολία όπου κατέρριψε το πανελλήνιο ρεκόρ με βολή 40.34.
Να σημειώσουμε ότι το παγκόσμιο ρεκόρ ήταν 43μ. Τον επόμενο χρόνο, το 1908 νίκησε πάλι στην ελληνική (33.49) και ελευθέρα δισκοβολία (3853) και ήταν δεύτερος στο ακόντιο (53.89) και δεύτερος στη σφαίρα (12.42).
Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην εθνική ομάδα που εκπροσώπησε την χώρα μας στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου. Εκεί διακρίθηκε σε όλες τις ρίψεις και ήλθε 2ος στον ελεύθερο ακοντισμό και 4ος στον ελληνικό ακοντισμό.
Το 1910 ο Δώριζας σε ηλικία 22 ετών είχε φθάσει στην ακμή του. Στους Παναιγυπτιακούς αγώνες στην Αλεξάνδρεια, κατέρριψε το ρεκόρ της σφαίρας με 13,28 και του δίσκου με 40.40. Επίσης νίκησε στην ελληνική δισκοβολία και κατατάχθηκε 2ος στο πένταθλο.
Την ίδια χρονιά στους πανελλήνιους παίρνει τέσσερα αγωνίσματα: σφαίρα, τις δύο δισκοβολίες και τον ακοντισμό. Οι Πανελλήνιοι του 1912 ήταν οι τελευταίοι στους οποίους έλαβε μέρος. Σάρωσε στις ρίψεις και ήλθε 2ος στον ακοντισμό.
Λίγο μετά ο Δώριζας μετανάστευσε στην Αμερική. Εκεί διέπρεψε στον χώρο της παιδείας. Μετά από σπουδές έγινε καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Το ίδιο διάστημα παντρεύτηκε με την οδοντίατρο Κατίνα Μιχαλοπούλου.
Η Γεωγραφία του Δώριζα δεν ήταν απλά γεωγραφία των βιβλίων και της θεωρίας. Για μελέτες και εκπαιδευτικούς σκοπούς έκανε δυο φορές τον γύρο του κόσμου. Τα ταξίδια του αυτά τον έφεραν πάλι στην Ελλάδα, στην οποία παρέμεινε για μικρό διάστημα.
Πολύ πριν τον θάνατο του το όνομα "Δώριζας" είχε γίνει θρύλος. O Μεγαρευμιώτης Ολυμπιονίκης έγραψε χρυσές σελίδες στον ελληνικό αθλητισμό.
Πέθανε στις 21 Οκτωβρίου 1957, σε ηλικία 69 ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πηγή: http://www.archives.upenn.edu/people/1800s/dorizas_michail.html, http://www.hoc.gr/, http://www.sansimera.gr/articles/436.
Επαγγέλματα
Το Μέγα Ρεύμα κατ' αρχάς ήταν ψαροχώρι. Οι αλιείς του γνώριζαν καλά τις ιδιοτροπίες των ρευμάτων και των μεταναστευτικών ψαριών και γέμιζαν με αλιεύματα το Balik Pazar αλλά και τα εστιατόρια (ταβέρνες) του χωριού που φημιζόντουσαν για τους ψαρομεζέδες τους και όπου οι απλοί άνθρωποι ζούσαν τις καθημερινές αλλά και μεγάλες στιγμές της ζωής των.
"... Την άνοιξη ο στενός παραλιακός δρόμος, όπου ψάρευαν οι ψαράδες άλλαζε χρώμα. Από τον Απρίλιο και Μάϊο και εξής τα σκουπριά που ήταν ολόπαχα τον χειμώνα έχαναν το λίπος τους και αδυνατούσαν, άλλαζαν μορφή. Τότε δεν λέγονταν πιά σκουμπριά αλλά «τσίροι». Ωρισμένες χρονιές τα δίχτυα των ψαράδων ερχόταν φορτωμένα με τσίρους. Οι ίδιοι οι ψαράδες τους καθάριζαν, τους έπλεναν, τους αλάτιζαν, τους έδεναν δύο δύο από τις ουρές τους και τους κρεμούσαν σε σχοινί, θαρρείς και άπλωναν ρούχα, για να στεγνώσουν στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Τις πρώτες μέρες η ψαρίλα ήταν ανυπόφορη. Δεν έπρεπε όμως να βρέξει. Τότε τους μάζευαν άρον άρον, αλλοιώς θα σκουλήκιαζαν. Όταν στέγνωναν καλά τους μάζευαν και τους πουλούσαν το χειμώνα ως μεζέ για να συνοδεύσουν το «ντούζικο»..."
Στη γεωργία κύριο προϊόν επί αιώνες ήταν τα αμπέλια. Από τη Βυζαντινή εποχή έως τα τέλη του 19ου αιώνα στο χωριό ήταν ανεπτυγμένη η αμπελουργία. Ο Γερμανός ιερέας και περιηγητής Στέφανος Γκέρλαχ αναφέρει την ύπαρξη αμπελοκαλλιέργειας. Σε οθωμανικές πηγές του 1568, εποχή του σουλτάνου Σελήμ Β', υπάρχει αναφορά στα αμπέλια του Μεγάλου Ρεύματος.
Από το 1803 και μετά η αμπελουργία σταδιακά αντικαταστάθηκε με φραουλοκαλλιέργειες μετά την εισαγωγή τους από την οικογένεια των Υψηλάντηδων. Οι περίφημες, μοσχομυρωδάτες, παννόστιμες φράουλες του Μεγάλου Ρεύματος, που ήταν περιζήτητες στην αγορά της Πόλης, καλλιεργήθηκαν αρχικά, στα μέσα του 19ου αιώνα, από την οικογένεια Υψηλάντη. Με τον καιρό, η καλλιέργεια της φράουλας εκτόπισε τα αμπέλια. Δύο είδη φράουλας καλλιεργόταν στο χωριό, η ποικιλία "Φράγκικη" και η "Οθωμανική". Λόγω της μεγάλης ζήτησης της μοσχομυρωδάτης "Οθωμανικής", που πρωτοεμφανιζόταν το Μάϊο, ήταν δυσεύρετη. Οι νοικοκυρές της Πόλης τις προτιμούσαν για να φτιάξουν γλυκό του κουταλιού, λικέρ και διάφορα γλυκίσματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χάθηκαν από τις αγορές της Πόλης οι φράουλες του Αρναούτκιοϊ, αφού οι κήποι, όπου τις καλλιεργούσαν, δόθηκαν σε αντιπαροχή και η αντιπαροχή είναι πιό κερδοφόρα από την καλλιέργεια της φράουλας. Τώρα πιά, η γεύση και το άρωμα της οθωμανικής φράουλας είναι μόνο μιά γλυκιά ανάμνηση στην μνήμη των ηλικιωμένων Κωνσταντινουπολιτών.
"...Το Μέγα Ρεύμα φημιζόταν για τις φράουλές του. Στους λόφους και στις πλαγιές υπήρχαν χωράφια, όπου καλλιεργούσαν τις φράουλες. Οι φραουλιές τότε ήταν μικρά φυτά που άνθιζαν την άνοιξη. Τα άνθη ήταν λευκά και από μακριά ο κάμπος φαινόταν σαν να ήταν χιονισμένος. Όταν έδενε ο καρπός το τοπίο άλλαζε. Οι φράουλες ήταν δύο ειδών: οι τούρκικες, ανοιχτόχρωμες, με εξαιρετικό άρωμα και υπέροχη γεύση και οι φράγκικες, με ωραίο κόκκινο χρώμα, ωραία γεύση και μυρωδιά. Οι τούρκικες όμως τις ξεπερνούσαν. Προς το βράδυ οι ιδιοκτήτες των χωραφιών γέμιζαν ιδιαίτερα καλάθια της φράουλας και κατέβαζαν ένα μέρος στην αγορά του χωριού και το άλλο στην βαπορόσκαλα για να τις φορτώσουν στο πλοίο της γραμμής και να πάνε στον προορισμό τους, στα εστιατόρια της Πόλης και τα καταστήματα. Τότε όλο το χωριό μοσχοβολούσε από τις φράουλες..."