history

Εκκλησία

Η θρησκευτικότητα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά των Μεγαρευμιωτών. Ναοί όπως ο Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Κυριακή, ο Άγιος Ονούφριος, η Τιμία Εσθήτα και άλλα, αποτελούν δείγμα της μεγάλης προσήλωσης των χωριανών στα θρησκευτικά δρώμενα, μια και οι Ρωμιοί της Πόλης ζούσαν μεταξύ Εκκλησίας, Κοινότητας και Σχολείου.

Ιεροί Ναοί

Ο ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών είναι ο μεγαλύτερος Ναός του Μεγάλου Ρέυματος με ρίζες που φτάνουν ως τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ανακαινίσθηκε το 1677, κάηκε και επισκευάσθηκε πάλι το 1796 και το 1799. Η εκκλησία καταστράφηκε και πάλι από τους σεισμούς του 1894 και στη σημερινή της μορφή κτίστηκε το διάστημα 1896-1899. Τελευταίες επισκευές έγιναν στα πρόσφατα χρόνια και τα θυρανοίξια του ναού έγιναν κατά τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας του από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο. Το παρεκκλήσι του αγιάσματος της Αγίας Παρασκευής που βρίσκεται στον αυλόγυρο των Ταξιαρχών, βρισκόταν απέναντι από τον Ιερό Ναό και μεταφέρθηκε αργότερα το 1799, στον αύλιο χώρο του ναού.

Ο Ναός του Προφήτη Ηλία είναι ο δεύτερος μεγάλος ναός του Μεγάλου Ρεύματος. Βρίσκεται σε απόσταση 15-20 λεπτών από το κέντρο του Μεγάλου Ρεύματος, σε ύψωμα κατάφυτο με πλατάνια. Καμία πληροφορία δεν υπάρχει σχετικά με την ύπαρξη ναού κατά τη Βυζαντινή εποχή στη θέση αυτή.

Διαβάστε περισσότερα για την ιστορία των δύο Ιερών Ναών παρακάτω:

Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών

img 2947

Ο ιστορικός Ευσέβιος, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και απεβίωσε το 340 μ.Χ., δίνει τις πρώτες πληροφορίες για Χριστιανικό ναό στο Μέγα Ρεύμα. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο πρώτος αυτός ναός ήταν, πιθανώς, κτισμένος πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού. Ο συγγραφέας εκκλησιαστικής ιστορίας Σωζόμενος, όταν απαριθμεί τους ναούς, που έκτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος, αναφέρει και τον περικαλή ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στην τοποθεσία Μιχαήλιον είτε Εστίαι με την αρχαιότερη ονομασία.

Ο βυζαντινός ιστορικός Θεοφάνης, αναφερόμενος στα έργα της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μαζί με την Αγία Σοφία και το Ναό των Αγίων Αποστόλων, αναφέρει τον επιβλητικό ναό στον Ανάπλου του Βοσπόρου. Δεν υπάρχουν όμως περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος και το ρυθμό του ναού.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, ο ναός ξανακτίζεται τον 6ο αιώνα, από τον Ιουστινιανό, περίπου στη σημερινή θέση του ναού και ήταν θολωτός, ενώ τους εσωτερικούς τείχους στόλιζαν πολύτιμα μάρμαρα. Ο ναός εξωτερικά ήταν παρόμοιος αυτού του Σεργίου και Βάκχου (Κιουτσούκ Αγιασόφια). Ο ναός που έκτισε ο Ιουστινιανός, με τις επισκευές, που έγιναν σε διάφορες εποχές διατηρήθηκε μέχρι την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς. Η πιό ριζική επισκευή έγινε στην εποχή του αυτοκράτορα Ισαακίου Αγγέλου (1185-1195), όπου χρησιμοποίησαν πολύτιμο υλικό, που συγκέντρωσαν από άλλους ναούς της αυτοκρατορίας.

Λίγο πριν από την άλωση της Πόλης, ο ναός που βρισκόταν έξω και μάλιστα αρκετά μακρυά από τα τείχη της Πόλης, καταστρέφεται στο διάστημα των επιθέσεων και συγκρούσεων με τους Οθωμανούς. Όταν το 1452 οι Οθωμανοί κτίζουν, σε μικρή απόσταση από το Μέγα Ρεύμα, το φρούριό τους, μεταξύ του υλικού που χρησιμοποιούν βρίσκονται και κομμάτια του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ο Στέφανος Γερλάχιος, που επισκέπτεται την Πόλη 126 χρονια μετά την Άλωση, αναφέρει ότι λίγο έξω από το Μέγα Ρεύμα, υπάρχει ένας μικρός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ο Μανουήλ Γεδεών, στο περίφημο έργο του «Εκκλησίαι Βυζαντιναί, Εξακριβούμεναι», κατατάσσει το ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Στην κατηγορία των ναών, που υπάρχουν πριν το 1600. Από επιγραφή, που είναι αναρτημένη εξωτερικά του νότιου τοίχου του σημερινού ναού, έχουμε την πληροφορία ότι ο ναός ανακαινίσθηκε το Μάϊο του 1677δαπάνη του Μανουήλ εκ Καστορίας Ηπείρου, για τη σωτηρία της ψυχής του.

Ο ναός καταστράφηκε δύο φορές, στις μεγάλες πυρκαγιές, που ξέσπασαν στο χωριό τον 18ο αιώνα. Ο ναός, που είχε μαρμάρινο δάπεδο, πλινθόκτιστους τοίχους και κεραμιδοσκεπή, ξανακάηκε μαζί με όλα τα δέντρα του κήπου του, ένα χρόνο μετά την ανακαίνησή του το 1796.

Ο ναός ξαναανακαινίζεται με δαπάνη 77.249 Γροσιών, γίνονται τα θυρανοίξια το Φεβρουάριο του 1798, αλλά ξανακαταστρέφεται σε πυργαγιά, που ξέσπασε μετά από μικρό χρονικό διάστημα. Με την επιείκια και υποστήριξη του σουλτάνου της εποχής, Σελήμ Γ΄, ξεκινά το κτίσιμο του νέου ναού, μεγαλύτερου σε διαστάσεις από τον προηγούμενο. Λόγω οικονομικών δυσχερειών ο ναός αυτός ολοκληρώθηκε μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα.

Με την συνδρομή των κατοίκων του Μεγάλου Ρεύματος, ο ναός ανακαινίσθηκε άλλες δύο φορές, το 1834 και 1845. Μετά από 50 χρόνια ο ναός καταστράφηκε ολοσχερώς στο μεγάλο σεισμό, που έπληξε την Πόλη το 1894. Στη θέση του σεισμόπληκτου ναού κτίζεται, μεταξύ 1895 και 1899, ο μεγαλοπρεπής και επιβλητικός τρουλαίος ναός, που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Όλοι οι Μεγαρευμιώτες συνέβαλαν υλικά και ηθικά για την ολοκλήρωση του ναού αυτού. Ο ναός αντανακλά το επίπεδο και την οικονομική άνεση των κατοίκων του Μεγάλου Ρεύματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο σταυροειδής αυτός ναός, με τον τεράστιο τρούλο και το επιβλητικό καμπαναριό του συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλυτέρων ναών, που έκτισαν οι Ρωμιοί στην Οθωμανική πρωτεύουσα. Το μέγεθος του ναού των Ταξιαρχών μπορεί να συγκριθεί με την Αγία Τριάδα του Πέρα, την Αγία Τριάδα Χαλκηδόνος, την Αγία Παρασκευή Θεραπειών και την Αγία Κυριακή Κοντοσκαλίου.

Η εικόνα της Παναγίας της Μαυρομωλίτισσας, έχει εξέχουσα σημασία για τους Ρωμιούς του Μεγάλου Ρεύματος. Η προσθήκη του ξύλινου νάρθηκα έγινε δαπάνη της οικογένειας Μποσταντζόγλου το έτος 1906. Στον περίβολο του ναού υπάρχει ο μνημειώδης τάφος, όπου είναι ενταφιασμένοι τέσσερις Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Οι Πατριάρχες είναι:

  • Πατριάρχης Σωφρόνιος Β΄(1774-1780)
  • Πατριάρχης Γαβριήλ Δ΄(1780-1785)
  • Πατριάρχης Κωνστάντιος Β΄(1834-1835) και
  • Πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄(Πρώτη πατριαρχεία 1835-1840, δεύτερη πατριαρχεία 1867-1871)

Στη δεξιά πλευρά του περιβόλου του ναού υπάρχει το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής. Στην αριστερή πλευρά της κύριας εισόδου υπάρχει βρύση, με τρεις κρουνούς και μαρμάρινη δεξαμενή νερού, που κτίσθηκε το 1964, από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα «Άγιος Τρύφων», αφιερωμένη στον προστάτη άγιο των κηπουρών. Μέσα στο ναό, σε υπόγειο χώρο, βρίσκεται ο οικογενειακός τάφος του Κωστάκη Μουσούρου Πασά.

Ιερός Ναός Προφήτη Ηλία

profitis ilias 1Ο σήμερα υπάρχον λιθόκτιστος ναός είναι έργο του αρχιτέκτονα Πασχάλη, κτίσθηκε το 1871 και είναι βασιλική με τρούλο. Στον περίβολο του ναού υπάρχουν τρεις οικογενειακοί τάφοι, που ανήκουν στο Μιχαήλ Σταύρου (1880) και τη σύζυγο του Φωτεινή Σταύρου (1881), στο Νικόλαο Αλεξιάδη και τη σύζυγό του Μαριόρα, στο Μιχαήλ Τομπάκογλου (1882) και τη σύζυγό του Μαρία Τομπάκογλου.

Στον περίβολο του ναού, αριστερά της κεντρικής εισόδου υπάρχει το αγίασμα του Προφήτου Ηλιού, με τη μαρμάρινη επιγραφή ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ, το οποίο οι Τούρκοι αποκαλούν «Μπουγιούκ Αγίασμα (Το μεγάλο Αγίασμα). Το ιαματικό νερό του αγιάσματος είναι άφθονο και παγωμένο, χειμώνα και καλοκαίρι.

Όταν παλαιότερα, οι Ρωμιοί της Πόλης ερχόταν στο αγίασμα στη μνήμη του Προφήτου Ηλιού, στις 20 Ιουλίου, έκαναν γενναίες δωρεές προς όφελος της Κοινότητας του Μεγάλου Ρεύματος.

Σε αγγελία της 17ης Ιουλίου 1948 στην εφημερίδα «Απογευματινή», ανακοινώνεται στους ευλαβείς προσκυνητές ότι λόγω «της επικειμένης πανηγύρεως του Προφήτου Ηλιού», στον παρακείμενο στο Αγίασμα υπαίθριο εστιατόριο σερβίρονται φρέσκα ψάρια, μύδια τηγανητά, κάθε είδους κρύα και ζεστά μεζεδάκια και παγωμένη μπύρα. Την εποχή εκείνη, τη μέρα του πανηγυριού η ουρά, που έκαναν οι προσκυνητές, έφθανε μέχρι το κέντρο του χωριού. Μετά από 51 χρόνια, το 1999, στη μνήμη του Προφήτου Ηλιού, στο ναό και το Αγίασμα υπήρχαν 50-60 ηλικιωμένες γυναίκες, ενώ στο παρακείμενο υπαίθριο εστιατόριο πελάτες μόνο σε 5-6 τραπέζια.

nekrotafio 1Μετά τη μεγάλη επιδημία χολέρας, που εκδηλώθηκε το 1856 απαγορεύτηκε, από τις δημοτικές αρχές ο ενταφιασμός των νεκρών στον περίβολο των τζαμιών, των εκκλησιών και σε κατοικημένες περιοχές.Τότε η Ρωμαίικη κοινότητα του Μεγάλου Ρεύματος, επέλεξε μία τοποθεσία μακρυά από το κέντρο του χωριού. Το νεκροταφείο του Μεγάλου Ρεύματος βρίσκεται σε λόφο, απέναντι στο ναό του Προφήτου Ηλιού, σε ένα τεράστιο οικόπεδο με ωραία θέα, που εκτείνεται μέχρι τα όρια της συνοικίας Ουλούς.

Λόγω της κλίσης του εδάφους, το νεκροταφείο υψώνεται κλιμακωτά στον κατάφυτο με κυπαρίσσια λόφο, όπου από το 1865 αναπαύονται οι κοιμηθέντες Μεγαρευμιώτες. Η μεγάλη έκταση του νεκροταφείου είναι ένδειξη του μεγέθους της κοινότητας του Μεγάλου Ρεύματος. Μεταξύ άλλων εδώ είναι ενταφιασμένοι:

Ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος, ο οποίος για πολλά χρόνια διετέλεσε επόπτης του Μεγάλου Ρεύματος.

Ο Μητροπολίτης Προικονήσσου Φιλόθεος (απεβίωσε το 1963).

Ο Βουλευτής Ισταμπούλ του Δημοκρατικού Κόμματος Χρηστάκης Ιωαννίδης.

Αγιάσματα

Το Μέγα Ρεύμα, εκτός από το εύφορο χώμα και το ωραίο του κλίμα, ήταν γνωστό και για τις άφθονες φυσικές πηγές νερού, μερικές από τις οποίες αποτελούν τα Αγιάσματα του. Μέσα στο χωριό και τα περίχωρα έχουν εντοπισθεί τουλάχιστον δέκα Αγιάσματα, των οποίων η ιστορία ανάγεται σε πολλούς αιώνες.

Περισσότερες πληροφορίες για τα Αγιάσματα του Μεγάλου Ρεύματος μπορείτε να δείτε παρακάτω:

Αγίασμα Προφήτη Ηλία

profitis iliasΗ ιαματική αυτή πηγή, που οι Τούρκοι αποκαλούν Μπουγιούκ Αγίασμα (Το Μεγάλο Αγίασμα), είναι γνωστό από τους Βυζαντινούς χρόνους. Το αγίασμα βρίσκεται στα κατάφυτα με πλατάνια υψώματα του χωριού, δίπλα στο Ρωμαίικο νεκροταφείο, στον περίβολο του μικρού ομώνυμου ναού. Πλήθος προσκυνητών κατέκλυαν το αγίασμα κυρίως την ημέρα της μνήμης του, στις 20 του Ιουλίου. Η Ρωμαίικη Κοινότητα του Μεγάλου Ρεύματος, το 18ο αιώνα κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να περιέλθει σ'αυτήν το εισόδημα του αγιάσματος, το οποίο μέχρι τότε εισέπραττε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στα κατάστιχα της Κοινότητας, το 18ο αιώνα, σημειώνονται τα ποσά, που επιβάλλονταν να καταθέτει αυτή ως «Χαράτσι», στις αρμόδιες Οθωμανικές διοικητικές αρχές, την ημέρα της πανήγυρις του Αγιάσματος. Το έτος 1812, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακοινώνει στους πιστούς ότι αναβάλλεται ο εορτασμός του Προφήτου Ηλιού λόγω της επιδημίας πανώλης, που μάστιζε το έτος εκείνο την Πόλη. Στις αρχές του 20ου αιώνα μεγάλο πλήθος Ρωμιών συνέρεε στο Μέγα Ρεύμα από όλη την Πόλη, ακόμη και από απόμακρες συνοικίες, όπως Τσατάλτζα, Τσεκμετζέ, Μπουγιούκ Μπακκάλκιοϊ.

Χιλιάδες Ρωμιών, που έφθαναν στο Μέγα Ρεύμα την ημέρα της Πανήγυρης, ανηφόριζαν για να φθάσουν μετά από πεζοπορία 15-20 λεπτών στο Αγίασμα.Αυτή η μεγάλη κοσμοσυρροή συναντάται για τελευταία φορά το καλοκαίρι του 1922. Μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών και την μετανάστευση των Ρωμιών στην Ελλάδα, το πλήθος των προσκυνητών στο Αγίασμα περιορίσθηκε μόνο στους Ρωμιούς του Μεγάλου Ρεύματος και της Πόλης. Τη μέρα της πανήγυρης αυξανόταν και η εμπορική κίνηση στο χωριό, τα εξοχικά και παραλιακά ταβερνάκια, οι αμαξάδες, οι βαρκάρηδες έκαναν χρυσές δουλειές.

Αγίασμα Αγίας Παρασκευής

agia paraskeviΠαλαιότερα το Αγίασμα βρισκόταν στην συμβολή των οδών Kamaci Sokak και Satış Meydanı. Αργότερα μεταφέρθηκε σε λιθόκτιστο κτίσμα με κεραμιδοσκεπή, διαστάσεων 5 x 10, στον περίβολο του ναού των Ταξιαρχών. Το Αγίασμα είναι αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή την Επιβατινή, της οποίας το σκήνωμα φυλάγεται σήμερα στο Ιάσιο της Ρουμανίας. Το Αγίασμα πανηγυρίζει στις 14 Οκτωβρίου. Ανακαινίσθηκε εκ βάθρων το έτος 1999.

Αγίασμα Αγίας Κυριακής

Το αγίασμα αυτό, που είναι γνωστό και ως Κιουτσούκ Αγίασμα (το Μικρό Αγίασμα), βρίσκεται στο Elçi Sokak. Η πηγή είναι μέσα σε μικρό οικοδόμημα 3 x 5 μέτρων. Πανηγυρίζει στις 7 Ιουλίου.

Αγίασμα Αγίου Ονουφρίου

agios onoufriosΤο Αγίασμα βρίσκεται στην ανηφόρα, που οδηγεί προς το νεκροταφείο της Κοινότητας, πίσω από το Αμερικανικό κολέγιο. Μέσα από ένα καλύβι διαστάσεων 1,8 x 3 μέτρων, οκτώ σκαλοπάτια οδηγούσαν στην πηγή του αγιάσματος. Η πηγή, που ήταν 700-800 χρόνων, έχει πλέον στερέψει.

Αγίασμα Παναγίας Βλαχερνών

Ένα πηγάδι βάθους 13 μέτρων και διαμέτρου 3,5 μέτρων, που βρίσκεται στην τοποθεσία Χαβουζλού Μπαχτσέ είτε ο Κήπος του Χοσχός, αποτελεί την πηγή του Αγιάσματος. Η πηγή είναι προστατευμένη με ένα απλό, πλινθόκτιστο κτίσμα. Πανηγυρίζει στις 2 Ιουλίου.

Αγίασμα Αγίας Μαρίνας

Στα κατάστιχα της Κοινότητας, τα έτη 1794, 1802, 1809 υπάρχουν αναφορές στο μικρό αυτό αγίασμα, που βρισκόταν απέναντι στο Ναό των Ταξιαρχών. Εγκαταλείφθηκε το 1924 και χάθηκαν τα ίχνη του κάτω από τα κτίρια, που κτίσθηκαν στη θέση του.

Αγίασμα Αγίας Φωτεινής

Το Αγίασμα, βρισκόταν σε υπόγειο χώρο, στον οποίο οδηγούσαν 3-4 σκαλοπάτια, στην οδό Dubaraci sokak, παρέμεινε ανοικτό μέχρι το 1924. Αργότερα, μέχρι το 1955, λειτούργησε περιστασιακά.

Αγίασμα Αγίας Τριάδος

Το Αγίασμα βρισκόταν στον κήπο της οικίας του τελευταίου Οθωμανού διοικητή της Ρούμελης Αλέκου Βογορίδη Πασά. Σήμερα έχουν χαθεί τα ίχνη του.

Αγίασμα Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

Το αγίασμα ανάβλυζε από πηγή, που τροφοδοτούσαν όμβρια ύδατα, μέσα σε ένα καλύβι σε πλαγιά του Μεγάλου Ρεύματος. Σήμερα έχει λησμονηθεί.

Αγίασμα Αγίου Ιωάννου

Ιερός Κλήρος

Αρχιερατικώς Προϊστάμενοι

Γεννάδιος Αραμπατζόγλου, Σκοπέλου και Ηλιουπόλεως (1883-1956)

Ilouopoleos GennadiosΒασιλείου Θ. Σταυρίδου

Γεννάδιος. Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως και Θείρων.

Κατά κόσμον Μαζαράκη Αραμπατζόγλου. Εγεννήθη το 1883 εν Σαμακοβίω των Σαράντα Εκκλησιών, ένθα και διήκουσε τα πρώτα μαθήματα. Το 1898 εισήχθη εις την Θεολογική Σχολήν της Χάλκης, αφ'ής απεφοίτησεν αριστούχος το 1905, υποβαλών εναίσιμον διατριβήν με θέμα «Η περί Εκκλησίας διδασκαλία του ι. Χρυσοστόμου, αναιρετική των περί Εκκλησίας δοξασιών των Διαμαρτυρομένων και Καθολικών». Μετά την αποφοίτησίν του, εισήλθεν εις τα τάξεις του Κλήρου, χειροτονηθείς εις διάκονον υπό του προστάτου αυτού μητροπολίτου Λήμνου, του μετέπειτα Θεσσαλονίκης Γενναδίου, μετονομασθείς εις Γεννάδιον. Διωρίσθη κατ'αρχάς αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Λήμνου και μετέπειτα Ανδιανουπόλεως. Επιθυμών όπως συνεχίσει την μόρφωσιν αυτού, μετέβη εις Λωζάννην και συνεπλήρωσε τας θεολογικάς, φιλοσοφικάς και νομικάς αυτού σπουδάς. Επιστρέψας εις Κωνσταντινούπολιν διωρίσθη προϊστάμενος Κοντοσκαλίου και καθηγητής εις το εν τη ιδία πόλει ακμάζον τότε Ελληνογαλλικόν Λύκειον. Επί της πατριαρχίας Γερμανού του Ε΄προήχθη, κατ'Απρίλιον του 1913, εις τιτουλάριον επίσκοπον Σκοπέλου, παραμείνας εις Κοντοσκάλιον ως αρχιερατικώς προϊστάμενος. Μετέπειτα, πάλιν εν τη Ι. Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως, ειργάσθη ως αρχιερατικώς προϊστάμενος Μεγάλου Ρεύματος και πατριαρχικός έξαρχος εν Γαλατά. Επί της πατριαρχείας Κωνσταντίνου ΣΤ', εξελέγη, την 29ην Ιανουαρίου 1925, μητροπολίτης Ηλιουπόλεως και Θείρων, φέρων τον τίτλον τούτον μέχρι του τέλους της ζωής του. Η κηδεία του ετελέσθη την 17ην Μαρτίου 1956 εν τω πατριαρχικώ ναώ, προεξάρχοντος του οικ. Πατριάρχου Αθηναγόρου.

Ο Γεννάδιος εις όλην του την ζωήν υπήρξεν ο άνθρωπος του βιβλίου υπό την διπλήν έννοιαν: του μελετητού και του συγγραφέως. Κάτοχος εξαιρετικής μνήμης, ήτο εις θέσιν να κάμνη κτήμα του τα όσα ελάμβανεν από τον κόσμο της επιστήμης και να τα ερμηνεύη κατόπιν με το κύρος της προσωπικότητός του. Έλαβεν ως δώρον από τον Θεόν το χάρισμα της γλωσσομάθειας. Εκτός της ελληνικής, της μητρικής αυτού γλώσσης, εγνώριζε καλώς την τουρκικήν, την αραβοπερσικήν, την εβραϊκήν, την λατινικήν, την αγγλικήν, την γαλλικήν, την γερμανικήν και την ιταλικήν.
Από της ανυψώσεως του εις μητροπολίτην, το 1925, πολλάκις διετέλεσε μέλος της Αγίας Συνόδου, παρέχων ούτω τας πολυτίμους αυτού υπηρεσίας εις την ζωήν της Εκκλησίας και την λύσιν των μεγάλων αυτής προβλημάτων. Επί σειράν ετών ειργάσθη ως μέλος και πρόεδρος εις τας Συνοδικάς Επιτροπάς και δή: την Κανονικήν Επιτροπήν, την Επιτροπήν επί των Πανορθοδόξων Συνόδων και Παγχριστιανικών Συνεδρίων, την Επιτροπήν της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης, την Εφορίαν της Θεολογικής Σχολής Χάλκης και το Νομικόν των Πατριαρχείων Συμβούλιον. Πολλάκις αντεπροσώπευσε την Μ. Εκκλησίαν εις πατριαρχικάς αποστολάς παρά τη τουρκική κυβερνήσει, ταις Ορθοδόξοις Εκκλησίαις, εν τοις συνεδρίοις της Οικουμενικής Κινήσεων και των Βυζαντινών Σπουδών και διεχειρίζετο συνήθως τα εκάστοτε ζητήματα συμφώνως προς το πνεύμα των Κανόνων και τα συμφέροντα της Εκκλησίας, δια της συνέσεως και της προσωπικής αυτού πείρας. Το 1954, π.χ., διετέλεσε πρόεδρος της εις Έβανστον, επί τη συγκλήσει της Β΄Γενικής Συνελεύσεως του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, Πατριαρχικής Αποστολής και της καθόλου Ορθοδόξου Αντιπροσωπείας.

Το επιστημονικόν και κηρυκτικόν αυτού έργον υπήρξε σπυδαιότατον.

Βιβλιογραφία. Ιωβηλαίον του Σεβ. Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων Γενναδίου, ΚΗ΄(1953), σ.411. Απόστολος Ανδρέας, έτος 1953. Η ανακήρυξις του μητροπολίτου Ηλιουπόλεως Γενναδίου Αραμπατζόγλου εις επίτιμον διδάκτορα, Ισταμπούλ 1953. Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γενάδιος, Νεκρολογία, Ορθοδοξία, ΛΑ΄(1956), σ. 113-114. Απόστολος Ανδρέας, έτος 1956. Ν.Β. Τωμαδάκη, Ο Ηλιουπόλεως και Θείρων Γεννάδιος Αραμπατζόγλου, Νεκρολογίλα, ΕΕΒΣ, ΚΕ΄(1956), σ. 374-376. Β.Θ.Σταυρίδου, ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος, 1883-1956, Νεκρολογία, Θεολογία, ΚΖ΄(1956), σ. 341-344. Του αυτού, Βιβλιογραφία Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεολογία, ΛΑ΄(1963), τεύχος β΄κ.εξ.

Φιλόθεος Παπακωνσταντίνου Ναζιανζού και Προικονήσου (1882/1885-1963)

Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, βιογραφία

5 Οκτωβρίου 1943-13 Νοεμβρίου 1963

Ο κατά κόσμον Ιωάννης Σταυρίδης εγεννήθη εις το Κατιρλή της επαρχίας Νικομηδείας την 21ην Νοεμβρίου 1882 (1885) από γονείς τον Κωνσταντίνον Σταυρίδην, ιερέα και την Ευδοξίαν Αθανασίου.
Εμαθήτευσεν εις την αστικήν σχολήν της Νικομηδείας, όπου και ανετράφη, ιερατεύοντος του πατρός του εις τον εκεί μητροπολιτικόν ναόν. Κατόπιν μετέβη εις το Τσοτύλιον γυμνάσιον της Μακεδονίας, οπόθεν μετά έν έτος, κατά Σεπτέμβριον του 1901, εισήχθη εις την Ιεράν Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, υπό την εγγύησιν του Νικομηδείας Φιλοθέου Βρυεννίου. Κατά το τελευταίον έτος των σπουδών του υπέβαλε την εναίσιμον επί πτυχίω διατριβήν:
«Η περί της Βασιλείας του Θεού Διδασκαλία της Καινής Διαθήκης», και κατά την 5ην Απριλίου 1908 εχειροτονήθη διάκονος υπό του γέροντος του Νικομηδείας Φιλοθέου εις την Νικομήδειαν, ονομασθείς Φιλόθεος. Απεφοίτησε της σχολής της Χάλκης το 1908.

Κατ'αρχάς ειργάσθη εις το Γαλάζιον της Ρουμανίας ως διάκονος και ιεροκήρυξ. Μετά διετίαν διωρίσθη υπό του Εφέσου Ιωακείμ του Ευθυβούλη αρχιερατικώς επίτροπος εις το Αδραμύτιον, όπου και εχειροτονήθη πεσβύτερος την 15ην Αυγούστου 1910 από τον τότε Μυρίνης (μετέπειτα Ζιχνών) Αλέξανδρον, χειροτονηθείς αυθημερόν υπό του ιδίου επισκόπου αρχιμανδρίτης.

Από εκεί, κατόπιν ευλογίας του Κπόλεως Ιωακείμ Γ΄και αποφάσει της ιεράς συνόδου, διωρίσθη ηγούμενος και διευθυντής της αρτισυστάτου τότε ιερατικής σχολής εις την σταυροπηγιακήν μονήν Γηρομερίου (επαρχίας Παραμυθιάς).
Το 1913 επιστρέψας εις την Κωνσταντινούπολιν διωρίσθη ιερατικώς προϊστάμενος κατά σειράν εις τας κοινότητας Μεσοχώρου, προπόδων Ταταούλων, Χάσκιοϊ, Μακροχωρίου, Γαλατά και Διπλοκιονίου.

Το 1925 επί της πατριαρχείας του Κωνσταντινουπόλεως Βασιλείου Γ΄, εισήλθεν εις την πατριαρχικήν αυλήν και διωρίσθη:

Α) β΄γραμματεύς του εις τα πατριαρχεία πνευματικού δικαστηρίου, 8 Ιανουαρίου 1925.

Β) μετά δεκαπενθήμερον α΄γραμματεύς αυτού (επί διετίαν). Εις την θέσιν αυτήν ευρισκόμενος προεχειρίσθη την Κυριακήν της Πεντηκοστής, 20 Ιουνίου 1926, κατά την πατριαρχικήν και συνοδικήν χοροστασίαν εις τον π. Πατριαρχικόν ναόν υπό του Κωνσταντινουπόλεως Βασιλείου Γ΄μέγας αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου.

Κατά Δεκέμβριον 1927 ο μέγας αρχιμανδρίτης Φιλόθεος διωρίσθη υπογραμματεύων της Ιεράς Συνόδου. Τον Αύγουστον 1929 αρχιδιακονεύων και ως τοιούτος αναφέρεται ως γραμματεύον μέλος της επί της μελέτης των κατά τους οφφικιάλους και τα οφφίκια και τας διαφόρους εις τα πατριαχεία τελετάς επιτροπής (-19 Μαρτίου 1931). Τον δε Ιούνιον 1929 τοποτηρητής της μ. πρωτοσυγκελλίας ή πρωτοσυγκελλεύων και πρόεδρος της πατριαρχικής κεντρικής εκκλησιαστικής επιτροπή, επί δίμηνον δε επιτελεί και τα καθήκοντα του αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου.

Την 19ην Μαρτίου 1931, επί Φωτίου Β΄, η Ιερά Σύνοδος τον προήγαγεν εις επίσκοπον Ναζιανζού. Η εις επίσκοπον χειροτονία του ετελέσθη τη Ε΄Κυριακήν των νηστειών εις τον Ιερόν ναόν της Αγίας Κυριακής Κοντοσκαλίου υπό των μητροπολιτών Πριγκηποννήσων Θωμά, Λαοδικείας Δωροθέου και Φιλαδελφείας Μαξίμου. Διωρίσθη αρχιερατικών προϊστάμενος Κοντοσκαλίου.

Η «Ορθοδοξία» του έτους 8 (1933) 91-91, 125-127, 151-152, 180-190, 367, περιγράφει το κανονικόν παράπτωμα, εις το οποίον υπέπεσαν οι τότε επίσκοποι Ελαίας (Κυδωνιών) Αγαθάγγελος, Λεύκης (Γάνου και Χώρας) Παγκράτιος Αβύδου (Αίνου) Γερμανός και Ναζιανζού(Προικοννήσου) Φιλόθεος, αρχιερατικώς προϊστάμενος Κοντοσκαλίου, οι οποίοι εζήτησαν να παραστούν ενώπιον της Ιεράς Συνόδου και να αναγώσουν έγγραφον (Τρίτη 25 Απριλίου 1931). Τους διεμηνύθη ότι θα τους εδέχετο ιδιαιτέρως ο Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος Β΄. Ούτοι όμως μη υπακούσαντες εισήλθον βιαίως εις την αίθουσαν της Ιεράς Συνόδου αξιούντες όπως αναγνωσθεί το έγγραφόν των. Τότε ο Πατριάρχης διέλυσε την σύνοδον. Εν τω μεταξύ η Ιερά Σύνοδος εσυνέχισε το έργον της και επέβαλεν εις τους ως άνω επισκόπους τας αναλόγους εκκλησιαστικάς ποινάς.

Την Πέμπτην 27ην Απριλίου 1931 η Ιερά Σύνοδος, ως ανώτατον εκκλησιαστικόν δικαστήριον, επέβαλεν εις τον Ναζιανζού Φιλόθεον την τριετή αργίαν από πάσης ιεροπραξίας, την οποίαν να εκτίση εις το Άγιον Όρος. Ο Ναζιανζού Φιλόθεος, την 22α Μαϊου 1933, δι'επιστολής επιβεβαίου και γραπτώς την ειλικρινή μετάνοιάν του προς τον Κωνσταντινουπόλεως Φώτιον Β΄. Κατά την εορτήν των Χριστουγέννων ο ίδιος επίσκοπος εξαιτησάμενος την επιείκειαν της Εκκλησίας έτυχε της δεούσης συγχωρήσεως. Η «Ορθοδοξία» 9 (1934) 273 αναγγέλλει ότι «εις την χηρεύουσαν θέσιν του Μεγάλου Ιεροκήρυκος των Πατριαρχείων διωρίσθη ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ναζιανζού Φιλόθεος». Ως τοιούτος δε εξεφώνησε τον κατάλληλον λόγον κατά την επιμνημόσυνον ιεροτελεστίαν εις τον ιερόν ναόν της Αγίας Τρίαδος Πέραν (18 Οκτωβρίου 1934) την τελεσθείσαν επί τη κηδεία του βασιλέως Γιουγκοσλαβίας Αλεξάνδρου του Α΄.

Ο Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος Β΄ανέθηκεν εις τον Ναζιανζού Φιλόθεον τας ευθύνας της διοικήσεως της αριερατικής προϊσταμενίας του Μεγάλου Ρεύματος (1 Απριλίου 1935). Κατά Μάϊον 1937 διωρίσθη ηγούμενος και αρχιερατικώς προϊστάμενος της ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή. Την 1ην Δεκεμβρίου 1939 του ανατίθεται, διαμένοντος εις το Μέγα Ρεύμα και πάλιν η καθόλου πνευματική εκ του εγγύς παρακολουθησις και επιστασία της κοινότητας Μεγάλου Ρεύματος.

Την 5ην Οκτωβρίου 1943, επί της πατριαρχείας του Βενιαμίν, η Ιερά Σύνοδος τον προήγαγεν εις την μητρόπολιν Προικοννήσου, με την σημείωσιν ότι θα συνεχίσει να διακρατή και την θέσιν του μεγάλου ιεροκήρυκος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Κωνσταντινουπόλεως Βενιαμίν απέλυσε κατά μήν Σεπτέμβριον 1944 των συνοδικών αυτού καθηκόντων τον Ηλιουπόλεως Γεννάδιον και εκάλεσεν αντ'αυτού εις την Σύνοδον τον Προικοννήσου Φιλόθεον, ανήκοντα εις την παράταξιν του Χαλκηδόνος (Κωνσταντινουπόλεως) Μαξίμου, ο οποίος κατά την πατριαρχείαν του Βενιαμίν (1936-1946) διηύθυνε τα εκκλησιαστικά πράγματα. Έκτοτες ο Προικοννήσου Φιλόθεος διετέλεσε μέλος της Ιεράς Συνόδου και συνοδικών επιτροπών. Συμμετέσχε δε εις διαφόρους εκκλησιαστικάς αποστολάς.

Κατά την απουσίαν του μεγάλου πρωτοσυγκέλλου Μελίτωνος (Χαλκηδόνος) επετέλεσεν επί τι διάστημα χρέη πρωτοσυγκελλεύοντος (Ιούνιος 1948).

Το έτος (1908-) 1958 επί τη συμπληρώσει μιάς 50ετίας από της εις τον ιερόν κλήρον εισόδου του εξεφράσθησαν εις αυτόν, συνοδική αποφάσει, αι ευχαί και τα συγχαρητήρια της Εκκλησίας.

Ο Προικοννήσου Φιλόθεος απέθανε την Κυριακήν 10 Νοεμβρίου 1963 εις το Μέγα Ρεύμα μετά βαρείαν προσβολήν, επελθούσαν εντός ολίγων ημερών όλως αιφνιδίως.

Την πρωίαν της Τετάρτης 13 Νοεμβρίου 1963 ετελέσθη εις τον π. Πατριαρχικόν ναόν η εξόδιος λειτουργία από τον Ηλιουπόλεως και Θείρων (Χαλκηδόνος) Μελίτωνα. Περί δεν την 11ην ώραν της ιδίας ημέρας η κηδεία του απελθόντος ιεράρχου εις τον ίδιον ναόν, προεξάρχοντος του Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρου, μετά των συνοδικών κ.α. αρχιερέων:

Χαλκηδόνος Θωμά, Δέρκων Ιακώβου, Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, Πριγκηποννήσων Δωροθέου, Χαλδίας Κυρίλλου, Νεοκαισαρείας Χρυσοστόμου, Ροδοπόλεως Ιερωνύμου, Φιλαδελφείας Ιακώβου, Γαλλίας Μελετίου, Αυστρίας Χρυσοστόμου.

Τον επικήδειον εξεφώνησεν ο υπογραμματεύς Γαβριήλ Πρεμετίδης (Κολωνείας). Η σορός του μετεφέρθη, κατόπιν προσωπικής του θελήσεως, εις το νεκροταφείον του Προφήτου Ηλιού Μεγάλου Ρεύματος, τη συνοδεία του Σελευκείας Αιμιλιανού, όπου και ενεταφιάσθη.

Ο Προικοννήσου Φιλόθεος κατείχε βαθείαν γνώσιν της εκκλησιαστικής μουσικής. Κατεγίνετο με την μελέτην της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης, των Πατέρων της Εκκλησίας και την βυζαντινήν μουσικήν. Διεκρίνετο δια την καλλιφωνίαν του, την επιδοσιν του εις το θείον κήρυγμα, την γνώσιν του εκλησιαστικού τυπικού και της τάξεως της Εκκλησίας και το συγγραφικόν έργον. Λόγοι, προσφωνήσεις, σημειώματα, άρθρα, πραγματείαι.

Αλέξανδρος Καρακάσης, Σκοπέλου (1917-1980)

AlexandrosΙακώβου Σωφρωνιάδου, Διακόνου. Υπογραμματέως της Ι. Συνόδου, Πριγκηποννήσων, Βιογραφία.

Ειρηναίου Ιωαννίδου, Πατριαρχικού Διακόνου, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Επικήδειος Λόγος.

Την Κυριακήν 19ην Οκτωβρίου 1980, Κλήρος και λαός τη Κωνσταντινουπόεως,με λύπην επληροφορήθησαν την αιφνιδίαν εις Κύριον εκδημίαν του αειμνήστου Επισκόπου Σκοπέλου κυρού Αλεξάνδρου, κατόπιν καρδιακής προσβολής, σημειωθείσης την 6ην πρωϊνήν της ιδίας ημέρας.

Την Τετάρτην, 22αν Οκτωβρίου εψάλη νεκρώσιμος ακολουθία εις τον Ι. Ναόν Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μεγάλου Ρεύματος Βοσπόρου, προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδονος κ. Μελίτωνος, τη συμμετοχή και των Σεβ. Μητροπολιτών των Σάρδεων κ. Μαξίμου και Κολωνίας κ. Γαβριήλ.

Η. Α. Θ. Παναγιότης, προσελθούσα παρέστη συπροσευχόμενη εις το Ι. Βήμα και αντεπροσωπεύθη από του Παραθρονίου υπό του Πανοσιολ. Μ. Αρχιδιακόνου κ. Κυρίλλου. Τον επικήδειον εξεφώνησεων ο Πανσιολ. Τριτεύων κ. Ειρηναίος.
Ο αείμνηστος Σκοπέλου κυρός Αλέξανδρος εγεννήθη κατά Ιανουάριον του 1917 εν Νεοχωρίω του Βοσπόρου. Αφού διήκουσε τα προκαταρκτικά μαθήματα εν τη Σχολή Νεοχωρίου ενεγράφη ακολούθως εις την Πατριαρχικήν Μεγάλην του Γένους Σχολήν και κατά το έτος 1933 εισήχθη εις την Θεολογικήν Σχολήν Χάλκης, εξ ής απεφοίτησε κατά το έτος 1940. Το έτος 1939 εχειροτονήθη Διάκονος εν τω Ναϊδρίω της Σχολής υπό του Σχολάρχου Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Αιμιλιανού.

Μετά την εκ της Σχολής αποφοίτησιν διωρίσθη κατ'αρχήν Διάκονος εις τον Ι. Ναόν Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μεγάλου Ρεύματος.

Κατά το έτος 1944 εχειροτονήθη Πρεσβύτερος και διωρίσθη Ιερατικώς Προϊστάμενος της Κοινότητας Μεγάλου Ρεύματος.

Μετά εικοσαετή εις την θέσιν αυτήν υπηρεσίαν προήχθη υπό του αοιδίμου Πατριάρχου Αθηναγόρου εις Πατριαρχικόν Επόπτην Βοσπόρου υπό τον ψιλόν τίτλον της Επισκοπής Σκοπέλου, χειροτονηθείς τη 16η Αυγούστου 1964 εις τον αυτόν Ναόν, ένθα παρέμεινε μέχρι της τελευτής αυτού.

Ο αείμνηστος Επίσκοπος διεκρίνετο δια την ευσέβειαν και δια την μεγάλην φιλανθρωπίαν του.

Του αειμνήστου Επισκόπου Σκοπέλου κυρού Αλεξάνδρου είη αιωνία η μνήμη.

Υπογραμματεύς Ιάκωβος


ΕΠΙΚΗΔΙΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣ
ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΛ. ΤΡΙΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΔΙΑΚΟΝΩΝ κ. ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ (νυν Μητροπολίτου Μυριοφύτου και Περιστάσεως)
ΕΝ ΤΩΝ ΙΕΡΩ ΝΑΩ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΜΕΓΑΛΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ 22.10.1980
«Φανερωθέντος του Αρχιποίμενος Κομιείσθε τον αμαράντινον της δόξης στέφανον» Α΄Πετρ. 5,4.


Ο Δημιουργός και Άρχιερεύς του παντός εκάλεσεν εις τας επουρανίους Αγίας σκηνάς Του τον ιερουργόν, των επί γης μυστηρίων Του επίσκοπον Σκοπέλου κυρόν Αλέξανδρον. Ούτος αυτήν την στιγμήν ευρίσκεται εν τη κρίσει του Θεού, συνεχίζων την ιερουργίαν του μυστηρίου όχι πλέον της στρατευομένης Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας των εν ουρανοίς απογεγραμμένων πρωτοτόκων, με αρχιθύτην αυτόν τον σαρκωθέντα Λόγον του Θεού.

Ο Επίσκοπος Αλέξανδρος υπήρξεν ο ιεράρχης της παραδόσεως, ο Φιλάνθρωπος, ο ελεήμων, ο συνασθηματικός, ο συμπαθής, ο ιεράρχης των επιδιώξεων και των κατευθύνσεων προς ό,τι επίστευεν ορθόν. Ήτο ο Επίσκοπος της Μ. Εκκλησίας που ηγάπησε και επόνεσε και ηναλώθη δια τον τόπον, τον οποίον ετάχθη από Θεού να διανοήση.

Απτόητοι, συνήθιζε να λέγη, θα συνεχίσωμεν την ζωήν και πορείαν μας εδώ όπου ευρίσκεται η κιβωτός της Εκκλησίας και του Γένους.

Σεβασμιώτατοι ιεράρχαι,

Λαέ του Κυρίου πενθηφόρε,

Προπέμπομεν σήμερον εις την αιωνιότητα τον αείμνηστον Σκοπέλου Αλέξανδρον. Και τον προπέμπομεν εκ της Εκκλησίας, της οποίας υπηρέτησε την Τράπεζαν του Θυσιαστηρίου και την άλλην τράπεζαν, εκείνην της διακονίας του πιστού λαού.

Ο αείμνηστος κατά κόσμον Αλέξανδρος Καρακάσης εγεννήθη εις τα παράλια ταύτα, του Βοσπόρου και έζησε και ηνδρώθη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ιδών το φως του κόσμου τούτου εις το περικλυτόν Νεοχώριον το έτος 1917, έλαβε την πρώτην παίδευσιν του εις την ακμάζουσαν τότε περίπτυστον αστικήν σχολήν του προαστείου τούτου. Αριστεύσας της σχολής ταύτης, εισήχθη το έτος 1930 εις την Πατριαρχικήν Μεγάλην του Γένους Σχολήν, από της οποίας απεφοίτησε το έτος 1933. Ακολούθως εισήχθη εις την γεραράν Ιεράν Θεολογικήν Σχολήν του λόγου της Ελπίδος, όπου εμυήθη εις την επιστήμην του Θεού και εις την επιστήμην της Διακονίας του ανθρώπου. Κατά την διάρκειαν των εν τη Σχολή σπουδών του εχειροτονήθη κατ'Οκτώβριον του έτους 1939 εις Διάκονον υπό του Σχολάρχου αυτής αειμνήστου Φιλαδελφείας Αιμιλιανού. Αποφοιτήσας της Σχολής το έτος 1940 διορίζεται Διάκονος και ιεροκήρυξ της κοινότητας Αγίων Θεοδώρων Βλάγκας. Ακολούθως υπηρετεί υπό τας αυτάς ιδιότητας εις την Κοινότητα ταύτην του Μ. Ρεύματος. Το έτος 1944 χειροτονείται υπό του Χρισουπόλεως Μελετίου εις Πρεσβύτερον, το δε έτος 1946 απομένεται αυτώ το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Έκτοτε αναλαμβάνει καθήκοντα κατ'αρχάς μεν Ιερατικώς Προϊσταμένου της Κοινότητος Ταξιαρχών Μ. Ρεύματος, αργότερον δε, το έτος 1951, διορίζεται υπό του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου Α΄Πατριαρχικός επόπτης της ανηκούσης εις την Αρχιεπισκοπήν Του περιφερείας Βοσπόρου, προς εξυπηρέτησιν των ποιμαντικών και άλλων αναγκών του Χριστεπωνύμου πληρώματος της περιοχής ταύτης.

Ως απλούς λευϊτης ο Σκοπέλου Αλέξανδρος υπήρξεν η καταφυγή και η προστασία πάντων των εις αυτόν προστρεχόντωνν. Εβοήθει, επαρηγόρει, έπραττε τα πάντα ίνα πάντας τινάς σώση και οδηγήση αυτούς εις την πλήρη πίστην και υπακοήν εις το θέλημα του Κυρίου.

Το πρώτον, λοιπόν, χαρακτηριστικόν του αειμνήστου υπήρξεν η υπακοή εις την βουλήν του Κυρίου, και με βάσιν αυτήν η παντοειδής μέριμνα του δια τον λαόν του Θεού.

Δεύτερον επίστευεν ο μακαριστός ότι αι ημέραι της ζωής μας δεν είναι τι το μάταιον, αλλ'ότι είναι σταγόνες αιωνιότητος, ότι έχουν κατι να μας είπουν, δεν είναι αφαίρεσις από την ζωήν μας, αλλά το αντίθετον προσθήκη. Επίστευεν ότι εις το εφήμερον υπάρχει το αιώνιον, ότι η ζωή μας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά υφαίνει ένα ανώτερο στάδιον, το σχέδιον της θείας βουλής δια την θεοποίησιν του ανθρώπου. Επίστευεν ακόμη ότι η εργασία είναι ιερά και ο τόπος εν των οποίω επιτελείται αύτη θείος.

Ο Σκοπέλου Αλέξανδρος συνωμίλει πάντοτε με έναν άγνωστον, τον οποίον εθεώρει πάντοτε πλησίον του, άλλοτε μεν ως φίλον όταν επόνει και εθρήνει προσφιλείς υπάρξεις ή γεγονότα της καθημερινής ζωής, άλλοτε δε ως παιδαγωγόν εις ώρας ψυχαγωγού ελευθερίας. Ποτέ δεν ησθάνθη τον ευατόν του εγκαταλελειμμένον. Με αυτά τα χαρίσματα υπηρέτησεν ως ιερεύς την κοινότητα αυτήν, από την οποίαν σήμερον με εξοδίους ύμνους προπέμπεται εις την ζωήν την αγήρω. Το κύριον χαρακτηριστικόν του ήτο η αγάπη προς τους πάσχοντας, τους πτωχούς, τους ταπεινούς, του απλούς, τους εγκαταλελειμμένους, τους δυστυχείς. Η θέα και μόνον των πλασμάτων τούτων, η σκέψις της ταλαιπωρίας των, αφύπνιζαν εις την ψυχήν του θεία αισθήματα. Εδαπάνει τα πάντα, μέχρι και του τελευταίου οβολού του δια τα δημιουργήματα ταύτα του Θεού και έλεγε συνήθως «αισθάνομαι και ζω τον πόνον και την αξίαν των ανθρώπων που ταλαιπωρούνται, και των οποίων τον στεναγμόν μόνο ο Θεός γνωρίζει».

Το έργον και τα προτερήματα αυτού ταύτα εκτιμήσασα η διοικούσα τότε Εκκλησία, προτάσει του αοιδίμου Πατριάρχου Αθηναγόρου, εξελέξατο αυτόν τον Αύγουστον του έτους 1964 εις το μέγα της Αρχιερωσύνης αξίωμα υπό τον ψιλόν τίτλον της Επισκοπής Σκοπέλου. Ανατίθενται τότε, αυτώ καθήκοντα Αρχιερατικώς Προισταμένου και Πατριαρχικού Επόπτου της Κοινότητος ταύτης της περιφερείας Βοσπόρου.

Ως βοηθός Επίσκοπος του Πατριάρχου ο Σκοπέλου Αλέξανδρος ανεδείχθη ο τύπος και υπογραμμός του Φαναριώτου Ιεράρχου. Εκαλλιέργησε το Θείον κήρυγμα, ασχολούμενος με την Φιλανθρωπίαν, συγκακοπαθών με τους συνανθρώπους του ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού. Δεν διέκρινεν ο αείμνηστος φυλήν και γένος. Ενώπιόν του είχε πάντοτε τον άνθρωπον, τον κάθε άνθρωπον, τον άνθρωπον-δημιούργημα-κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν του Θεού.
Εν ταις εσχάταις δε ταύταις ημέραις βλέπων τον λαόν του Θεού να ελαττούται, αυτός έπασχεν, επόνει, εθεώρει λιποταξίαν και προδοσίαν την εγκατάλειψιν της πατρογονικής εστίας. Ήτο μέχρι τελευταίας πνοής πιστός και αφωσιωμένος εις τον τόπον του. Τοπικιστής όσον ολίγοι, αλλά εν επιγνώσει της χαλεπότητος των ημερών. Παρ'όλας τας δυσκολίας όμως επίστευεν ότι η χείρ του Κυρίου θα εξαγάγη τους πιστούς Ορθοδόξους εις αναψυχήν, ότι Αυτός κατευθύνει χρόνους και καιρούς και ότι υπεράνω των βουλών των ανθρώπων ευρίσκονται αι ανεξιχνίαστοι βουλαί του Θεού.

Αυτός υπήρξεν εν απλή σκιαγραφία ο εν τω μέσω ημών την στιγμήν ταύτην νεκρός πλέον ευρισκόμενος Σκοπέλου Αλέξανδρος.

Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία τελούσα σήμερον την εξόδιον ακολουθίαν τω σεπτώ νεκρώ, αναβοά προς αυτόν:

Αοίδιμε Επίσκοπε Σκοπέλου Αλέξανδρε,

Εγένου πιστός άρχι θανάτου. Διηκόνησας τη εκκλησία του Χριστού μετ'αυταπαρνήσεως και πιστότητος. Υπήρξες συλλειτουργός του μυστηρίου του Χριστού και συγκοινωνός των Παθημάτων του. Ενεκολπώθης την ταπείνωσιν. Επιρρίψω πάσαν την μέριμνάν σου τω κυρίω σου. Και νυν ευρισκόμενος εν τη κραταιά χειρί Αυτού, εν χώρα ζώντων, εν σκηναίς δικαίων, ως επισκοπήσας «Μη αναγκαστώς αλλά εκουσίως κατά Θεόν, μηδέ αισχροκερδώς αλλά προθύμως, κομιείσαι τον αμαράντινον της δόξης στέφανον»(Α΄Πετρ. 52,3), το έπαθλον της επί γης διακονίας σου.

Η Μήτηρ Εκκλησία προσεύχεται σήμερον τω πάσης κτίσεως Δημιουργώ υπέρ κατατάξεως της ψυχής σου εν χώρα ζώντων και εν σκηναίς δικαίων, ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου Του, και όπου τα πάντα, και εν πάσι Χριστός.

Αιωνίας σου η μνήμη, αείμνηστε Επίσκοπε Σκοπέλου Αλέξανδρε,
Αιωνία σου η μνήμη. Είη η μνήμη σου αιωνία και άληστος.

Φίλιππος Καπετανίδης, Τυάνων, (1941-1997)

FiliposΕπικήσειος λόγος εις τον Αείμνηστον μητροπολίτην Τυάνων Κυρον Φίλιππον, Πρωτοσυγκελλεύοντα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

«Αι οδοί των δικαίων φωτί λάμπουσι, προπορεύονται και φωτίζουσιν, έως κατορθώση η ημέρα»(Παροιμίαι δ΄, 18)

Υπό Πανοσιολ. Διακόνου κ. Ελοπιδοφόρου, Υπογραμματέως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.

Ημέρα σκοτεινή και πενθυφόρος ανέτειλε σήμερον εν ταις αυλαίς της Μεγάλης Εκκλησίας. Ημέρα κατηφής και τεθλιμμένη, ημέρα περισκέψεως και μνήμης.

Είναι η ημέρα κατά την οποίαν οι το «μέγα μοναστήριον» παροικούντες με αφανισμένην την όψιν και θλιβερά, κατήλθομεν εις τον Πάνσεπτον τούτον ναόν δια τον τελευταίον ασπασμόν του εξ ημών προώρως και εν ακμή ηλικίας βιαίως μεταστάντος αειμνήστου Μητροπολίτου Τυάνων κυρού Φιλίππου.

Σεβασμιώτατε Πατριαρχικέ Επίτροπε,

Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία,

Ευλογημένε του Κυρίου λαέ.

Συστενάζει και συνωδύνει μεθ'υμών απάντων και ο ιερός άμβων, ιστάμενος προ της τιμίας σορού του αποιχομένου, και μη δυνάμενος να ανεύρη και να αρθρώση ποιότητα λόγου ανάλογον της συνεχούσης πάντας θλίψεως.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Τυάνων κυρός Φίλιππος, ο μέχρι πρότριτα Τοποτηρητής της Μεγάλης Πρωτοσυγκελλίας, ετελεύτησε τον επί γης βίον αυτού. Η μεν διάρκεια αυτού εφάνη αμυδρότερα ονείρου και σκιάς, αι εντυπώσεις όμως τας οποίας κατέλιπεν είναι ποιότητος υπερτέρας και φωτειναί.

«Αι οδοί των δικαίων φωτί λάμπουσιν».

Η δε αρχή της οδού ήν επορεύθη ο αείμνηστος εξεκίνησεν εν Κονστοσκαλίω της μεγάλης ταύτης Πόλεως, ένθα εχαιρέτισε το πρώτον την χαραυγήν της ζωής τω 1941.

Οι γεννήτορες του ήσαν ευσεβείς και αφοσιωμένοι εις την υπηρεσίαν και εις την διακονίαν του κυττάρου του εκκλησιαστικού οργανισμού, της ενορίας και της κοινότητος.

Με το πρώτον φως της ζωής, εγνώρισε τον ιερόν Ναόν. Τα πρώτα ακούσματα αυτού ήσαν το σήμαντρο και η ιερά ψαλμωδία. Η οσμή του μητρικού γάλακτος, αναμεμειγμένη με την ευωδίαν του θυμιάματος. Τα πρώτα δειλά βήματα τα έκαμε εις το προαύλιον του ιερού Ναού και, στερεουμένου του βαδίσματος, ωδηγήθη υπό του τιμίου και ευσεβούς αειμνήστου πατρός αυτού εις τα άγια των αγίων, το ιερόν Βήμα. Ούτως εγαλουχήθη κυριολεκτικώς εξ απαλών ονύχων εν τη διακονία του ιερού θυσιαστηρίου.

Ηκολούθησαν αι εγκύκλιοι σπουδαί αυτού εν τη Κοινοτική Σχολή της Βλάγκας και αι Γυμνασιακαί εν τω Ζωγραφείω Λυκείω. Αυξανομένου δε και ανδριζομένου αυτού, εκραταιούτο και η κλίσις προς τα ιερά και ο θείος δεσμός αυτού μετά του ιερού θυσιαστηρίου. Καρπός: η απόφασις να σπουδάση την ιεράν επιστήμην εν τω λόφω της ελπίδος, εν τη Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου τόσαι ελπίδες εγεννήθησαν δια την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και εκαρποφόρησαν. Προσέρχεται μετ'ευλαβεία και φόβου Θεού εις την ιερωσύνην, χειροτονούμενος εις διάκονον. Άμα τη αποφοιτήσει αυτού εκ της Θεολογικής Σχολής και διακριθείς δια το εκκλησιαστικόν αυτού ήθος, προσλαμβάνεται εις την Πατριαρχικήν Αυλήν τω έτει 1964 ως Πατριαρχικός Διάκονος και εν συνεχεία εις τα Συνοδικά Σέκρετα ως Κωδικογράφος αυτών. Τα έτη 1970 και 1974 διορίζεται Υπογραμματεύς και Αρχιγραμματεύς, αντιστοίχως, της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.

Την διακονίαν αυτού εις τα Συνοδικά Γραφεία διακρίνει η μεγάλη εργατικότης και επιμέλεια εις την εργασίαν του, η άνευ όρων και ορίων αφοσίωσις και υπακοή εις τον Πατριάρχην του, η εντυπωσιακή γνώσις των θεμάτων, τα οποία απασχολούν την Εκκλησίαν, αλλά και η προσήνεια, η συνεργατικότης και η ειλικρινής αγάπη και ο βαθύς σεβασμός του ουχί μ΄νον προς τους Σεβασμιωτάτους Συνοδικούς Αρχιερείς, αλλά και τους αδελφούς λοιπούς κληρικούς της Αυλής.

Δια την εύορκον διακονίαν αυτού ταύτην ημείφθη υπό της Εκκλησίας δια της προαγωγής αυτού, των έτει 1984, εις Μητροπολίτην Τυάνων.

Ουδέποτε, όμως, εφησύχασεν, ουδέποτε ανεπαύθη. Άμα τη εις αρχιερέα προαγωγή αυτού, τω ανατίθεται η Προϊσταμενία της Περιφερείας Βοσπόρου τηα Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.

Ζήλος ένθερμος τον διακρίνει και από της θέσεως ταύτης δια την ευπρέπειαν και ευκοσμίαν των ιερών Ναών. Μετά πατρικής αγάπης αλλά και ωρίμου ποιμαντικής συνέσεως και ευσυνειδησίας συνεργάζεται τόσον μετά των εφημερίων, όσον και μετά των επιτρόπων και παντός του πληρώματος. Οι Ιεροί Ναοί της περιφερείας αυτού καθίστανται συν τω χρόνω υποδείγματα τάξεως, ευπρεπείας και ευρύθμου λειτουργίας.

Βαθύς γνώστης ο ίδιος της τυπικής τάξεως της Μεγάλης Εκκλησίας και λάτρης της εκκλησιαστικής μουσικής, διεδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο εις την κατάρτισιν του Ημερολογίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ως μέλος της Εφορείας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, των επιτροπώς Κανονικής, επί του Αγίου Όρους, επί της Θείας Λατρείας, και επι του Κανονίου και ως Πρόεδρος των Επιτροπών επί της εκδόσεως του Ημερολογίου και της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκκλησιαστικής έθεσεν εις την διάθεσιν της Εκκλησίας την μεγάλην πείραν και τας πολυτίμους υπηρεσίας του.

Επειδή δε οι άξιοι άνδρες εν τη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως δεν αμείβονται με εφησυχασμόν, αλλά ανατίθενται εις αυτούς ολονέν και υψηλότεραι θέσεις και πλέον υπεύθυνοι διακονίαι, καλείται τω έτει 1995 εις την τοποτηρητείας της Μεγάλης Πρωτοσυγκελλίας, και πάλιν εν ταις Αυλαίς της Εκκλησίας, εν τη στοργική αγκάλη της Μητρός Εκκλησίας.

Ο επί πτερύγων ανέμων περιπατών Κύριος του, τον οποίον τόσον ηγάπησε από την ανατολήν της ζωής αυτού εν τη μικρά αυλή της ενοριακής εκκλησίας, επρονόησεν ώστε και η εσπερία δύσις της ζωής αυτού να είναι εις τας Αυλάς της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.

Ουδέπου αλλού εύρεν ανάπαυσιν ει μη εν τη Εκκλησία. Η ζωή αυτού εταυτίσθη μετ'αυτής. Εγεννήθη και ηνδρώθη μετ'αυτής. Εγεννήθη και ηνδρώθη εν αυτή. Και ότε κατενόησεν το τέλος αυτού, την τελευταίαν αυτού πνοήν παρέδωκεν εις τας αγκάλας αυτής. Εκοιμήθη εν Κυρίω την φθινοπωρινήν και βροχεράν μεσημβρίαν της 18ης τρέχοντος μηνός.

Το δε τέλος της ζωής αυτού ήτο χριστιανικόν, ανώδυνον, ανεπαίσχυντον και ειρηνικόν, όπως ακριβώς ητείτο πάντοτε παρά του Κυρίου, πληρών την δέησιν ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου.

Σεβασμιώτατε Πατριαρχικέ Επίτροπε,

Ευκλεείς Ιεράρχαι,

Δεν είναι θλιβερόν το προκείμενον σήμερον μήνυμα, ουδέ οριστικός και άπελπις ο διδόμενος ασπασμός τω κεκοιμημένω.

Χριστόν γαρ καταγγέλομεν αναστάντα, το μέλαν της Αχερουσίας αβύσσου αποξηράναντα, τους λυσσώντας κερβέρους κύνας πατάξαντα, τας πύλας Άδου συντρίψαντα, θανάτω τον θάνατον πατήσαντα και ζωήν πάσιν παρεχόμενον.

Η δε οδός του δικαίου Φιλίππου Αρχιερέως φωτί λάμπουσα προπορεύεται και φωτίζει την οδόν την εις το αιώνιον φως μετάογουσαν, έως κατορθώση η ανέσπερος ημέρα της διαρκούς θέας του προσώπου του Σωτήρος.
Είη η μνήμη αυτού αιωνία και άληστος.

Ειρηναίος Ιωαννίδης, Ευδοκιάδος και Μυριοφύτου και Περιστάσεως (1951-)

IrineosΟ Σεβ. Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, υπέρτιμος και έξαρχος Προποντίδος, κ. Ειρηναίος (Ιωαννίδης) εγεννήθη εν Σταυροδρομίω της Πόλεως την 19ην Δεκεμβρίου 1951, από ευσεβείς γονείς, τον αείμνηστον Εμμανουήλ Ιωαννίδην και την Πολυξένην Διαθεσσοπούλου. Τα πρώτα γράμματα διήκουσε εν τη ανωτέρω Κοινότητι και ακολούθως συνέχισεν εις το Ζωγράφειον Γυμνάσιον και εις την Ιεράν Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης. Εν συνεχεία ως υπότροφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εσπούδασε την θεολογίαν εν Θεσσαλονίκη, αποφοιτήσας της εκεί Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου το έτος 1975. Κατά το σχολικόν έτος 1981-1982 παρηκολούθησε μαθήματα γλώσσης και θεολογίας εις το Γαλλικόν Ινστιτούτον των Παρισίων. Κατά τα έτη 1978-1979 εξεπλήρωσε τας στρατιωτικάς αυτού υποχρεώσεις ως έφεδρος αξιωματικός. Διάκονος εχειροτονήθη το 1972 υπό του μακαριστού Επισκόπου Κλαυδιοπόλεως Ανδρέου, το δε έτος 1975 προσελήφθη εις την Πατριαρχικήν Αυλήν, διακονήσας και τον εκάστοτε Προκαθήμενον αυτής ως Διάκονος της Σειράς, Τριτεύων, Δευτερεύων και Μέγας Αρχιδιάκονος επί πατριαρχίας του αοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, προαχθείς εις Μέγαν Πρωτοσύγκελλον υπό της Α.Θ. Παναγιότητος, του νυν ευκλεώς Πατριαρχούντος Βαρθολομαίου του Α΄, άμα τη ανόδω Αυτού εις τον πανίερον Οικουμενικόν Θρόνον. Κατά την διάρκειαν της διακονίας του, συν άλλοις, συνώδευσε τον αοίδιμον Πατριάρχην Δημήτριον και τον νυν Πατριάρχην Βαρθολομαίον εις επισήμους επισκέψεις εις το εξωτερικόν. Τον Νοέμβριον του 1995 εξελέγη Τιτουλάριος Μητροπολίτης Ευδοκιάδος. Την 19ην Οκτωβρίου 1997 ωρίσθη υπό της Α.Θ. Παναγιότητος Αρχιερατικώς Προϊστάμενος της περιφερείας Βοσπόρου. Την 4ην Σεπτεμβρίου 2000 κατετάγη εις τους εν ενεργεία Ιεράρχας του Θρόνου υπό τον τίτλον Μυριοφύτου και Περιστάσεως.

Ιερείς, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι

  • Κύριλλος Κυριλλόπουλος
  • Ιωάννης Γαλάνης
  • Παγκράτιος Γούναρης
  • Αγαθάγγελος Βουτσάς
  • Αναστάσιος Ξένος
  • Τιμόθεος Παζαρίδης
  • Χρυσόστομος Τριανταφυλλίδης
  • Θεόκλητος Καντάρης
  • Αλέξανδρος Καρακάσης
  • Κωνσταντίνος Ρωμέλιος
  • Νικόλαος Σιμόπουλος
  • Παναγιώτης Χαρίτογλου

Ιεροψάλτες/Αναλόγια

Σήμερα,  ιεροψάλτες στον Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών τελούν οι:

  • Χρυσοβαλάντης Τζαβίδης, Α΄Ιεροψάλτης Ι. Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών
  • Ευάγγελος Μπασγκάρλο, Β΄Ιεροψάλτης Ι. Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών
  • Δημήτριος Τσιμάρας, Βοηθός Ι. Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών

Κατά τα προηγούμενα έτη ιεροψάλτες έχουν διατελέσει οι παρακάτω:

psaltes

Στοιχεία επικοινωνίας

Αδελφότητα Κωνσταντινουπολιτών Μεγάλου Ρεύματος Βοσπόρου "Ο Ταξιάρχης"

Βυζαντίου 42, Νέα Σμύρνη 171 21, Αθήνα, Ελλάδα

Τηλέφωνο/Φαξ: (+30) 210 93 30 607

Email: megarevma.taxiarhis@gmail.com

Website: www.megarevma.gr

Κοινότητα Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μεγάλου Ρεύματος

Satış Meydanı, 34347 Arnavutköy, Beşiktaş, Istanbul, Turkey

Τηλέφωνο: (+90) 212 26 35 744

Email: info@megalorevma.org

Website: www.megalorevma.org

koinothta new